Είμαστε όλοι εδώ (1996)

Ήταν φθινόπωρο, ήταν σούρουπο και τα παράθυρα ήταν ροζ. Ένας μοτοσυκλετιστής γύρω στα είκοσι πέντε σταμάτησε μπροστά στο Δημοτικό Σχολείο. Κοίταξε το σχολείο, κοίταξε για λίγο τους μαθητές που έπαιζαν στο προαύλιο, χαμογέλασε με νοσταλγία και μετά τράβηξε το γκάζι και χάθηκε. Μια ζεστή αύρα φύσηξε κι έφερε στους μαθητές το χαμόγελο του μοτοσυκλετιστή. Μια περίεργη δύναμη είχε απλωθεί στο χώρο. Ο χρόνος είχε ανοίξει μια πύλη που έβγαζε κατευθείαν δεκαπέντε χρόνια πίσω, σε κάποια παιδικά χρόνια που κύλησαν πιο γρήγορα κι από τη μοτοσυκλέτα, που έτρεχε τώρα στους γέρικους δρόμους χωρίς χαμόγελο. Χορός. Δίνη. Λάμψεις. Και μετά η ανάδυση των εικόνων. Η μνήμη. Και στο προαύλιο είναι τώρα αυτός, ο μοτοσυκλετιστής, και είναι εκεί κι ο Χριστόφορος, είναι ο Ιάκωβος, ο Σωτήρης ο Μπάλκογλου, ο Νίκος ο Λιαδάκης, η Μαρία, η Χρύσα, η Νάντια, η Κορίνα. Το σχολείο. Το σχολείο με το κουδούνι του, τα τέσσερα σκαλιά του, τους πράσινους πίνακες, τα μεγάλα παράθυρα, το σχολείο με τα πεσμένα κίτρινα φύλλα, τη μυρωδιά από το χώμα και τα πλατάνια, τη μυρωδιά της αίθουσας, το πανδαιμόνιο των διαλειμμάτων, τη γλυκιά νύστα της πρωϊνής προσευχής. Το σχολείο της άγνοιας και της αθωότητας και της νιότης που φτεροκοπούσε και της φαντασίας που ήταν παρθένα ακόμα.

Παίζαμε μπάλα τ’ αγόρια, συνέχεια, πριν την προσευχή, στα διαλείμματα, μετά το σχόλασμα, στο δρόμο για το σπίτι, μια μπάλα πάντα στα πόδια. Ήταν κάτι μικρές πλαστικές, που έκαναν τριάντα δραχμές τότε, συχνά έσκαγαν ή τις έπαιρνε ο επιστάτης και δεν τις επέστρεφε ποτέ, γιατί είχε βαρεθεί να διορθώνει τα σπασμένα τζάμια, έλεγε, και τότε έσταζε ο καθένας από ένα δίφραγκο και τρεχάλα απέναντι, στην κυρα-Χάιδω για μια καινούρια μπάλα. Η κυρα-Χάιδω είχε ένα μαγαζάκι με λιχουδιές και παιχνίδια, όπου φυσικά γινόταν επιδρομή σε κάθε διάλειμμα. Ήταν πολύ γριά και δεν έβλεπε ούτε άκουγε καλά, έπρεπε να φωνάζεις αυτό που ήθελες ν’ αγοράσεις κι ήταν ο άντρας της κακός, είχε συνέχεια το νου του να μη βάλει κανείς το χέρι του στο βάζο με τις σοκολατένιες ελιές και φύγει χωρίς να τις πληρώσει. Είχε και χαρτάκια η κυρα-Χάιδω, αυτά με τους ποδοσφαιριστές, που τα μαζεύαμε μανιωδώς όλοι οι μπόμπιρες από δύο χρονών και πάνω, τ’ ανταλλάζαμε και παίζαμε πλακωτό μ’ αυτά κι η ζωή ήταν γλυκιά σαν τις σοκολατένιες ελιές της κυρα-Χάιδως.

Η Μαρία ήταν μεγάλη ιστορία. Είχε έναν ξεχωριστό αέρα, έναν πειραχτικό τρόπο κι ένα γνήσια κοριτσίστικο γέλιο. Κάπως έτσι, όλο το σχολείο, και το απέναντι μαζί, ήταν ερωτευμένο μαζί της. Τα αγόρια δηλαδή. Αυτή μια τα ‘χε με τον Κιούρτη, μια δεν τα ‘χε, κι όλοι αναρωτιόμασταν τι στην ευχή γίνεται, και ποιον θέλει τελικά η Μαρία, να τον πάρει και να ησυχάσουμε οι υπόλοιποι. Φτάσαμε να ιδρύσουμε σύλλογο παρακολούθησης. Με το που σχολνούσαμε, κάναμε ομάδες και παίρναμε στο κατόπι τη Μαρία, μπας και γίνουμε μάρτυρες κάποιας κρυφής συνάντησης που θα έβαζε τέλος στο μυστήριο. Η Μαρία πήγαινε πάντα κατευθείαν σπίτι, εκνευριστικά κατευθείαν, τόσο που κάποια στιγμή αρχίσαμε να επιδιδόμαστε σε φάρσες, χτυπούσαμε το θυροτηλέφωνό της και το σκάγαμε, να μάθει αυτή να μας ταλαιπωρεί έτσι, που δεν αποφασίζει ποιον επιτέλους θέλει, να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα.

Μετά ήταν ο Ιάκωβος. Ο Ιάκωβος έμενε έξω απ’ όλα αυτά. Ήταν αγέρωχο παιδί, περήφανο, με ανεπτυγμένη σωματική διάπλαση και καθαρό μυαλό. Ήταν πρωταθλητής στην κολύμβηση, ο Ιάκωβος ο Καφταντζής, το καμάρι του προπονητή του, του Τσαλή. Ήταν ο πιο δυνατός στην τάξη και στους καυγάδες τα ‘βαζε με δυο-τρεις μαζί. Ήταν, ακόμα, μάστορας στις φτυσιές και φαγάς αξεπέραστος. Κανείς δε θα ξεχάσει που μια φορά, μέσα σ’ ένα διάλειμμα, 15 λεπτά όλο κι όλο, καταβρόχθισε στο κυλικείο του σχολείου οχτώ σάντουϊτς με λουκάνικο. Αλλά και στα μαθήματα ήταν μέσα στους τρεις πρώτους. Τον σεβόμασταν όλοι, συμμαθητές και δάσκαλοι. Αυτός ήταν μετρημένος και ταπεινός. Μια φορά, όταν ήμασταν στην πέμπτη τάξη, λίγο πριν το κουδούνι του σχολάσματος, ο δάσκαλός μας, ο κ. Αβραάμ, ζήτησε «τα δέκα πιο δυνατά αγόρια της τάξης» να μείνουν μετά το σχόλασμα για να μεταφέρουν κάποια πράγματα στην αποθήκη του σχολείου. Τότε, λοιπόν, έγινε μεγάλη αναστάτωση, καθώς όλα τα αγόρια χοροπηδούσαμε με το δείχτη του χεριού υψωμένο, «Κύριε, Κύριε, εγώ!», για να μας διαλέξει, για ν’ ανήκουμε επίσημα στα «δέκα πιο δυνατά αγόρια της τάξης». Όλοι κάναμε σαν παλαβοί για να κουβαλήσουμε μερικά παλιοκούτια. Όλοι εκτός απ’ τον Ιάκωβο. Αυτός τακτοποιούσε ατάραχος τη σάκα του για να είναι έτοιμος να φύγει μόλις θα χτυπούσε το κουδούνι. Δεν είχε ανάγκη να πολιτογραφηθεί στα δέκα πιο δυνατά αγόρια της τάξης. Σαν να ήξερε κάτι που εμείς δεν ξέραμε, σαν να είχε πιο σοβαρά πράγματα να σκεφτεί ή να κάνει. Τον ζήλεψα γι αυτό. Ζήλεψα την ανωτερώτητά του. Και να που ο δάσκαλος αυτόν διάλεξε πρώτο: «Θα πάρω τον Ιάκωβο, που δε φωνάζει». Η επιβράβευση της ταπεινοφροσύνης.

Μια άλλη φορά, σε κάποια ημερήσια σχολική εκδρομή στο «Κτήμα του Καραγκιόζη», οι δάσκαλοι σκέφτηκαν να οργανώσουν αγώνα ταχύτητας στην αμμουδιά. Δηλώσαμε συμμετοχή τ’ αγόρια και περιμέναμε τη μεγάλη στιγμή του αγώνα. Είχε δηλώσει κι ο Δημητριάδης. Ο Δημητριάδης ήταν κοντός και οι πιθανότητές του για νίκη ελάχιστες σε σύγκριση, ας πούμε, με το Σωτήρη το Μπάλκογλου, ο οποίος είχε δυο μέτρα πόδια κι έτρεχε σαν άλογο, αμολούσε τα καλάμια του κι έτρωγε την απόσταση όπως ο Ιάκωβος τα σάντουϊτς με λουκάνικο. Ο Ιάκωβος δεν είχε δηλώσει συμμετοχή. Κι ενώ εμείς οι υπόλοιποι περιεργαζόμασταν την άμμο και ζυγιάζαμε τους αντιπάλους, ο Ιάκωβος πήρε παράμερα το Δημητριάδη και κάτι του ψιθύρισε. Σε λίγο στήθηκε το νήμα του τερματισμού, μας έβαλαν σε μια σειρά και με το σήμα ξεχυθήκαμε με όση δύναμη είχαν τα πόδια μας. Αλλά η άμμος βούλιαζε σε κάθε μας δρασκελιά και, όσο κι αν προσπαθούσαμε, η ταχύτητά μας παρέμενε αξιοθρήνητη. Ακόμα κι ο Σωτήρης δε θύμιζε πια άλογο κούρσας, αλλά παλιά, ασθμαίνουσα ατμομηχανή. Ωστόσο, μέσα απ’ το αγκομαχητό μας βλέπουμε εμβρόντητοι το Δημητριάδη να πετάγεται μέτρα μπροστά, τρέχοντας με απόκοσμη άνεση, ώστε για μια στιγμή φάνηκε σαν κάτι υπερφυσικό να συνέβαινε, ώσπου συνειδητοποιήσαμε ότι ο Δημητριάδης δεν έτρεχε μέσα στην άμμο που βούλιαζε, αλλά στην ακρογιαλιά, πάνω στη σκληρή, υγρή άμμο, που δε σε ρουφάει στα σπλάχνα της. Αυτό, λοιπόν, ήταν το μυστικό που του είχε ψιθυρίσει ο Ιάκωβος. Ο οποίος θα μπορούσε κάλλιστα να είχε λάβει μέρος και να είχε νικήσει αυτός, ωστόσο προτίμησε να κάνει δώρο τη νίκη στο φίλο του το Δημητριάδη. Δε χωράει αμφιβολία: ο Ιάκωβος ήταν ο ήρωας της τάξης.

Με το Χριστόφορο το Σεβαστίδη είχα τακιμιάσει από την τετάρτη Δημοτικού. Κάπου στην αρχή εκείνης της χρονιάς είχαμε πιάσει τη συζήτητηση σκαρφαλωμένοι στα κάγκελα του σχολικού αυλόγυρου, αποφασίσαμε να ερωτευτούμε τη Μαρία κι έτσι αποκτήσαμε ένα μυστικό που μας ένωνε. Από κείνη τη στιγμή και μετά ήμασταν ένα. Ο κ. Αβραάμ μας αποκαλούσε «οι Σιαμαίοι». Στην τάξη καθόμασταν στο ίδιο θρανίο. Παρακολουθούσαμε τη Μαρία, ανταλλάζαμε μεταξύ μας βλέμματα, σχολιάζαμε τις κινήσεις της. Κάθε φορά που η γραμμή της φούστας της περνούσε πάνω απ’ το γόνατο, έπεφτε το σύνθημα «Συναγερμός!» και τότε θα ρίχναμε κανένα μολύβι κάτω, θα σκύβαμε και οι δύο να το μαζέψουμε και, ανάμεσα από πόδια θρανίων και συμμαθητών, θα καταγράφαμε αχόρταγα τις πρώτες, φευγαλέες λάμψεις απαγορευμένης γυναικείας σάρκας στα ροζ κύτταρα της παιδικής μας μνήμης. Στο μάθημα της ανάγνωσης, όταν κάποιος απ’ τους δύο τύχαινε να διαβάσει το ίδιο απόσπασμα που είχε διαβάσει εκείνη, έπαιρνε έναν πόντο, κρατούσαμε σκορ. Στα πάρτι, κάθε φορά που παίζαμε «μπουκάλα» προσπαθούσαμε να κατευθύνουμε το μπουκάλι πάνω της για να πάρουμε ένα φιλί της. Και στα διαλείμματα, όταν, ενώ παίζαμε μπάλα, τα κορίτσια ορμούσαν και μας έκλεβαν τα καλάθια των αχρήστων που χρησιμοποιούσαμε για δοκάρια, εμείς κυνηγούσαμε μόνο αυτήν. Μας εκνεύριζαν που μας διέκοπταν το ματς, για μας ήταν σοβαρή υπόθεση, αλλά ταυτόχρονα μας ερέθιζε η ιδέα να την κυνηγήσουμε, να την πιάσουμε, να παλέψουμε μαζί της για το καλάθι, να προκαλέσουμε το γέλιο της.

Ωστόσο, ήμασταν και σκληροί. Στις εκδρομές, όλα τα κορίτσια, και πρώτη η Μαρία, έπαιζαν ακατάπαυστα στα φορητά κασετοφωνάκια τους τραγούδια που έκαναν θραύση εκείνη την εποχή, το «σκα σου σου», τα «παπάκια», το «φελιτσιτά» και μας έσπρωχναν να χορέψουμε, κι εμείς τη βρίσκαμε μ’ όλα αυτά, η καρδιά μας ήταν ξεσηκωμένη και χόρευε σαν τρελλή στους χαρούμενους ρυθμούς, από την άλλη όμως αυτά ήταν κοριτσίστικα πράγματα, δεν ήταν για μας, εμείς παίζαμε μπάλα, παίζαμε ξύλο και μιλούσαμε για ποδόσφαιρο και για συμμορίες, δεν πέφταμε τόσο χαμηλά, να χορεύουμε με χαζοχαρούμενα τραγουδάκια σαν συναισθηματικά κοριτσόπουλα, όχι, εμείς διαβάζαμε «Μπλεκ», «Αγόρι», «Τρουένο», «Βαβούρα», όχι «Μανίνα» ή «Κατερίνα», βλέπαμε «Ντιουκς» και «Χαβάη 5-0», όχι «Άγγελους του Τσάρλι», κι αν μας ρωτούσες τι μουσική ακούγαμε μπορεί να σου λέγαμε τις Βαλκυρίες του Βάγκνερ, πάντως το «σκα σου σου» δεν το ακούγαμε που να μας έδενες στον πάσαλο των βασανιστηρίων. Ήταν θέμα τιμής και ανδροπρέπειας.

Η τάξη αυτή είχε πολλούς τρελάρες. Ίσως όλες οι τάξεις έχουν πολλούς τρελάρες. Ίσως αυτή η ηλικία έχει πολλούς τρελάρες. Ωστόσο, πιστεύω ότι η συγκεκριμένη τάξη είχε κάποιο προβάδισμα από το μέσο όρο στην τρέλα. Η τάξη αυτή είχε αστέρια. Διέθετε μια πλούσια συστάδα βλασταριών παρανοϊκής ιδιοσυγκρασίας. Μιλάμε για τον Κούτλα, τρελάρα πρώτου μεγέθους, πρωταγωνιστική φιγούρα σε σκανταλιές πάσης φύσεως, καρδιά μάλαμα, ψυχούλα, και πήγη γέλιου αστείρευτη. Μιλάμε για το Μαυρίδη, παιδί με άκρατο αυθορμητισμό, που έλεγε δυνατά ό,τι σκεφτόταν, γελούσε διαρκώς, λάτρευε το βιολί και τα κορίτσια, σχολίαζε πονηρά την ερωτική επικαιρότητα της τάξης με την κουδουνιστή φωνή του, μαφία τύπος αλλά χρυσή καρδιά, όπως άλλωστε όλοι οι τρελάρες. Ήταν ακόμα κι ο Καλούδης, ο οποίος υπό κανονικές συνθήκες δεν παρουσίαζε καμιά ιδιορρυθμία, πλην όμως άναβε σαν πευκοβελόνα με το παραμικρό, αν του έμπαινες λίγο τον έβλεπες να φουσκώνει σαν μπαλόνι, ανέβαινε όλο το αίμα στο κεφάλι του και γινόταν μωβ και μετά ορμούσε ξαφνικά και σε τάραζε στις γροθιές τυφλός από θυμό, δε φοβόταν τίποτα και κανέναν, παρά μόνο τον Ιάκωβο, γιατί σε κάποιο καυγά ο Ιάκωβος του είχε ανοίξει το κεφάλι στην πόρτα της τάξης, εντέλει καλό παιδί ο Καλούδης, αλλά λίγο επικίνδυνο. Τέλος ο Ράλλης, ο Ράλλης ο Παπαδόπουλους, παλαβός πλήρους φάσματος, αυτό το παιδί μπορούσε να σε κάνει να χτυπιέσαι από τα γέλια και η πλάκα είναι ότι αυτός πάντα χτυπιόταν περισσότερο, με τα δικά του αστεία, είχε ένα ταλέντο να ζει το αστείο, να το βιώνει σ’ όλες τις διαστάσεις και τις παραλλαγές του, έκρυβε μια θεατρική μεγαλοφυΐα κάτω από μια φαινομενική αφέλεια, αλλά, όπως και να ’χει, ήταν μουρλός πρώτης γραμμής.

Αυτοί ήμασταν. Σκληροί και τρελλοί κι ωραίοι και πάνω απ’ όλα φίλοι. Και πάνω απ’ όλα παιδιά. Το σχολείο, το σπίτι, η γειτονιά, ήταν τα οχυρά μας, τα κουκούλια που προστάτευαν τον δικό μας ονειρικό κόσμο από τον κόσμο των ενηλίκων, ο οποίος καθόλου δε μας αφορούσε και καθόλου δε μας άγγιζε. Αν είχες διαβάσει την αριθμητική σου και τα θρησκευτικά σου κι είχες φάει όλο σου το φαί, έβγαινες στους δρόμους και συναντούσες το όνειρο και τη χαρά, έβρισκες τον Ιάκωβο και πήγαινατε να εξερευνήσετε παλιά, «στοιχειωμένα» σπίτια, πήγαινες για μπάλα με το Χριστόφορο ή για μεταχειρισμένα περιοδικά στο ψιλικατζίδικο του κυρ-Μπάμπη. Ήταν η εποχή της απλότητας. Κι ήταν η εποχή της ομαδικής συντροφικότητας. Γιατί όλοι είχαμε έναν κοινό σκοπό: τη χαρά. Και δεν υπήρχε ανταγωνισμός στη χαρά, γιατί η χαρά ερχόταν με το παιχνίδι, με την κίνηση, και η κίνηση δεν είναι κάτι το οποίο πρέπει να κατακτήσεις ή να κλέψεις ή κάτι για το οποίο πρέπει ν’ αγωνιστείς και να μοχθήσεις, δεν είναι καν κάτι το οποίο σε απασχολεί, είναι κάτι φυσικό κι αυθόρμητο κι ανεξάντλητο. Γι’ αυτό και δεν υπήρχαν κερδισμένοι και χαμένοι, μόνο λαχανιασμένα, χαρούμενα πρόσωπα.

Αυτό δεν θα κρατούσε για πάντα. Η υπονόμευση της ανεμελιάς μας, η φορολόγηση της ψυχής μας, άρχισε μόλις τελειώσαμε το Δημοτικό. Οι παρέες διαλύθηκαν, πήγαμε σε διαφορετικά γυμνάσια, χρειάστηκε να παλέψουμε από την αρχή για ν’ αποκτήσουμε φωνή και να γίνουμε αποδεκτοί στο νέο περιβάλλον. Το οποίο ήταν πιο σκληρό και άγριο, πιο πονηρό και ιδιοτελές. Οι παλλόμενες εφηβικές ορμόνες, οι αυξημένες απαιτήσεις, η μακρινή αλλά πλέον ορατή λάμψη της επερχόμενης ενηλικίωσης, έστρωσαν μια κρούστα από κάποιο νέο, άγνωστο υλικό πάνω στο χαρακτήρα μας. Καινούργιες έννοιες έκαναν την εμφάνισή τους. Υπήρχαν πλέον οι βαθμοί, τα φροντιστήρια, οι γκόμενες, οι έξοδοι, η μόδα, η μαγκιά, οι κλίκες.

Υπήρχε πλέον κι ο θάνατος. Ήταν Ιούνιος και μόλις είχε τελειώσει μια άχαρη – για μένα τουλάχιστον – πρώτη γυμνασίου, στη διάρκεια της οποίας είχα χάσει την επαφή με τους παλιούς μου φίλους. Στην προγραμματισμένη επανασύνδεσή μας, ένα μόλις χρόνο μετά την αποφοίτηση από το Δημοτικό, δώσαμε το παρών, έξω από το σχολείο μας, έξω από το σχολείο της πιο φωτεινής μας νιότης, έξι μόνο άτομα. Από τ’ αγόρια εγώ κι ο Ιάκωβος και από τα κορίτσια η Μαρία, ή Χρύσα, η Νάντια και, αν θυμάμαι σωστά, η Κορίνα. Λίγα λεπτά αφού έσπασε ο πάγος, ο Ιάκωβος μας ανακοίνωσε με την ψυχραιμία του ήρωα των παιδικών μας χρόνων ότι ο πατέρας του είχε σκοτωθεί. Ήμασταν δεκατριών χρονών, ήταν καλοκαίρι, η ζωή άνθιζε μέσα μας κι ο Ιάκωβος είχε χάσει τον πατέρα του.

Τον ίδιο ή τον επόμενο χρόνο μάθαμε, από στόμα σε στόμα πλέον, αφού μετά την αποτυχία της πρώτης επανασύνδεσης δεν έγινε καν λόγος για δεύτερη, ότι ο Κούτλας, ο καλόκαρδος σκανταλιάρης φίλος μας, ο γελαστός μας τρελάρας, έχασε τη ζωή του από ένα ανόητο ατύχημα. Ακόμα τον βλέπω καμιά φορά μπροστά μου, να γελάει με την καρδιά του, με τη βραχνή φωνή του, με τα μεγάλα πάνω δόντια του να εξέχουν λιγάκι. Δεν πρόλαβε να μεγαλώσει ο Γιάννης, δεν προλάβαμε κι εμείς να τον αποχαιρετίσουμε και, έτσι ξαφνικά, ο θάνατος είχε αρχίσει να γίνεται πρόβλημα στη ζωή μας.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο μόνος που έβλεπα τακτικά ήταν ο Χριστόφορος. Οι δύο «Σιαμαίοι» συναντιόμασταν κάθε Σάββατο και κάναμε βόλτες, περπατούσαμε και μιλούσαμε, καταλήγαμε πάντα στο «πάρκο της Κρήτης» ενώ η συζήτηση βρισκόταν σε έξαρση και, αντί να χωρίσουμε, κάναμε άλλα δέκα χιλιόμετρα γυροφέρνοντας το πάρκο, ανταλλάσσοντας παθιασμένα απόψεις για τη ζωή, τα κορίτσια, τη φυσική, που ήταν το δικό μου πάθος, και τη μουσική, που ήταν το δικό του. Πότε πότε μου έλεγε πικάντικα νέα για τη Μαρία ή τον Ιάκωβο, με τους οποίους είχε κάποια επαφή, αφού πήγαιναν και οι τρεις στο ίδιο γυμνάσιο – αν και σε διαφορετικά τμήματα. Η Μαρία συνέχιζε να έχει κατακτήσεις – ωστόσο όχι τόσο μαζικές όσο στο Δημοτικό – κι ο Ιάκωβος είχε αλλάξει, είχε παρατήσει το κολύμπι, είχε βάλει κιλά, άκουγε μανιωδώς Elvis, αλλά παρέμενε σαΐνι στα μαθήματα. Έτυχε να τον δω μια-δυο φορές στο δρόμο όσο ήμασταν στο γυμνάσιο κι από τότε δεν ξανασυναντηθήκαμε, ο Χριστόφορος μου είπε ότι μάλλον μετακόμισε κι άλλαξε λημέρια κι ότι έχασε κι αυτός τα ίχνη του. Τη Μαρία ακόμα τη βλέπω καμιά φορά, τυχαία, στο κέντρο. Αφού σπούδασε κάτι που έχει σχέση με οικονομικά, ανέλαβε την οικογενειακή επιχείρηση.

Με το Χριστόφορο συνεχίσαμε να κάνουμε παρέα και στο λύκειο, δεν κάναμε βόλτες πλέον γύρω από το πάρκο, αλλά πηγαίναμε σινεμά ή για καφέ, μια χρονιά κάναμε μαζί στίβο και, όταν αυτός πέρασε στη Νομική κι εγώ στο Φυσικό, συνεχίσαμε να βλεπόμαστε κάθε τόσο, πηγαίναμε για καμιά προπόνηση ή τα λέγαμε με τίς ώρες, όπως τότε, στο Δημοτικό, που ξεχνιόμασταν στην κουβέντα και οι μάνες μας έπαιρναν τηλέφωνο η μια την άλλη, για να μάθουν τι γίναμε.

Ο Μαυρίδης ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο βιολί και είναι τώρα μέλος της Δημοτικής Ορχήστρας. Η Χρύσα ακολούθησε σπουδές στην αρχιτεκτονική. Ο κ. Αβραάμ εδώ και χρόνια έχει βγει στη σύνταξη. Πρόσφατα άκουσα ότι το σχολείο μας πρόκειται να κατεδαφιστεί για να χτιστεί καινούργιο, πιο σύγχρονο. Συχνά περνάω από κει κατά το σούρουπο, όταν τα παράθυρα είναι ροζ, σταματάω τη μηχανή, κοιτάζω το σχολείο και τα παιδιά που παίζουν και χαμογελώ. Χαμογελώ γιατί βλέπω τον Ιάκωβο να παίζει ξύλο με τον Καλούδη και το Χριστόφορο να κάνει αναπαράσταση του Τρωϊκού πολέμου, τα κορίτσια να χαχανίζουν με τα καμώματά μας, το Λιαδάκη να κάνει τσαλίμια με τη μπάλα, το Δημητριάδη να σουτάρει μ’ όλη του τη δύναμη και να κατεβάζει τα τζάμια και τον Κούτλα να γελάει και να φωνάζει από χαρά. Να φωνάζει ότι είναι εδώ ακόμα, μαζί μας, είμαστε όλοι εδώ, κι η ζωή είναι ζεστή σαν τα ροζ παράθυρα του δειλινού, γλυκιά σαν τις σοκολατένιες ελιές της κυρα-Χάιδως.