Το εμπόδιο (1997)

Ο Μάκης, ο Σάκης κι ο Τάκης ταξίδευαν στα δάση. Ήθελαν να δουν πολλά μέρη και να γνωρίσουν άλλα μυρμήγκια, από διαφορετικές φυλές, με διαφορετικές συνήθειες. Φίλοι από παλιά, είχαν περάσει μαζί πολλές καλές ημέρες και λιγότερες δύσκολες, αφού ήταν ακόμα νέοι. Στην πορεία τους είχαν την τύχη να δουν σπάνια φυτά, άγνωστα έντομα και ζώα και μοναδικά ηλιοβασιλέματα. Έκαναν ενδιαφέρουσες γνωριμίες, αλλά συνάντησαν και αρκετά εμπόδια, που, όμως, δεν ήταν αρκετά μεγάλα για να τους σταματήσουν. Κι έτσι συνέχιζαν πάντα με ευγνωμοσύνη για το παρελθόν περιέργεια για το παρόν και αυτοπεποίθηση για το μέλλον.
Μέχρι που βρέθηκε μπροστά τους ο πελώριος κορμός. Ήταν ένα θεόρατο, αιωνόβιο δέντρο που είχε κλείσει τον κύκλο της ζωής του και είχε σωριαστεί από τον άνεμο, φράζοντας το μονοπάτι. Ξαφνικά, ένα εμπόδιο ψηλό σαν βουνό είχε εμφανιστεί και απειλούσε να τερματίσει το ταξίδι τους. Οι τρεις φίλοι εξέταζαν επί πολλές μέρες τον κορμό, αναζητώντας μια ρωγμή για να περάσουν ή ένα κλαδί για να αναρριχηθούν, μα διαπίστωσαν ότι ο κορμός ήταν πιο μεγάλος, συμπαγής και λείος απ' όσο θα μπορούσαν ποτέ να φανταστούν.
Μετά από πολλή σκέψη και συζήτηση κατέληξαν ο καθένας σε διαφορετική απόφαση. Ο Μάκης πίστευε ότι ήταν πια μάταια οποιαδήποτε προσπάθεια και αποφάσισε να εγκαταλείψει το ταξίδι και να γυρίσει πίσω. Κάθε άλλη επιλογή θα ήταν σπατάλη ενέργειας, έλεγε. Έτσι, το άλλο πρωί αποχαιρέτησε τους φίλους του και πήρε το δρόμο του γυρισμού.
Ο Σάκης, αντίθετα, είχε πεισμώσει και έβαλε σκοπό να νικήσει τον κορμό. Έτσι αποφάσισε να μείνει εκεί και να αρχίσει κατά μέτωπον επίθεση με όποια μέσα διέθετε. Έσπρωχνε, εμβόλιζε, και ακόμα ροκάνιζε τον κορμό με τα δόντια του, νύχτα και μέρα πάλευε με το ξύλινο βουνό, χωρίς να νοιάζεται για τις εποχές που διαδέχονταν η μία την άλλη, για το χρόνο που κυλούσε βιαστικός και χαμογελούσε κοροϊδευτικά με το μικρό πεισματάρικο μυρμήγκι.
Ο Τάκης, από την άλλη μεριά, αποφάσισε να μελετήσει και να μάθει, να ανακαλύψει νέες λύσεις. Ούτε να τα παρατήσει ήθελε αλλά ούτε και να χτυπάει το κεφάλι του στο ξύλο. Έκανε πολύωρους περίπατους μπροστά από το πεσμένο δέντρο και παρατηρούσε. Κατέγραφε ότι έβλεπε και περίμενε να γενηθεί στο μυαλό του η ιδέα που θα έλυνε το άλυτο. Κάποια φορά είδε την αράχνη που κρεμόταν από τον ιστό της για να ανεβαίνει και να κατεβαίνει όπου ήθελε. Όμως σ' αυτόν δεν είχε δώσει η φύση τη δυνατότητα να παράγει ιστό ούτε μπορούσε να βρει κάτι παρόμοιο στο δάσος. Παρατηρούσε ακόμα τα πουλιά που πετούσαν ανεμπόδιστα και σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει δυο πεσμένα φύλλα για φτερά, μα πάλι δεν τα κατάφερε γιατί τα πόδια του δεν ήταν φτιαγμένα για να ανεβοκατεβάζουν τα φύλλα με αρκετή δύναμη και τα φύλλα ήταν γεμάτα τρύπες και κοσκίνιζαν τον αέρα χωρίς να δίνουν ώθηση προς τα πάνω στον Τάκη.
Μια μέρα όμως είδε την σαρανταποδαρούσα να ανεβαίνει αργά αλλά σταθερά τον κορμό ώσπου έφτασε στην κορυφή και χάθηκε από την άλλη μεριά. Αναρωτήθηκε πώς μπορούσε η σαρανταποδαρούσα να σκαρφαλώνει χωρίς να πέφτει. Τότε είδε πάνω στον κορμό ένα γυαλιστερό μονοπάτι που είχε αφήσει η πορεία της σαρανταποδαρούσας. Πλησιάζοντας διαπίστωσε ότι ήταν ένα υγρό που κολλούσε και κατάλαβε ότι αυτό ήταν που βοηθούσε τη σαρανταποδαρούσα να μην πέφτει. Ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα μέθοδος, μα αυτός δεν είχε προικιστεί από τη φύση με την ικανότητα να παράγει τέτοιο υγρό. Δοκίμασε να ανέβει πατώντας στο υγρό μονοπάτι, μα ήδη το υγρό είχε αρχίσει να στεγνώνει και δεν κολλούσε αρκετά για να τον κρατήσει.
Κι ωστόσο, αυτή τη φορά αποφάσισε να προσπαθήσει. Ίσως να έσπαζε κι αυτός το κεφάλι του σαν τον Σάκη, μα το προτιμούσε από το να τα παρατήσει όπως είχε κάνει ο Μάκης. Προσπάθησε να ηρεμήσει και να βάλει το μυαλό του να δουλέψει. Τη νύχτα, σαν σε όνειρο είδε μπροστά του τη λύση και του φάνηκε πολύ απλή, σχεδόν αυτονόητη. Την άλλη μέρα, κι ενώ ο Σάκης συνέχιζε να ροκανίζει τον κορμό με τα δόντια του, ο Τάκης πήγε κάτω από τη συκιά, έκοψε ένα μικρό κομμάτι από ένα φύλλο και έριξε πάνω σ' αυτό όσο γάλα μπορούσε από τα πεσμένα σύκα. Αυτό το λευκό υγρό που βγάζουν τα σύκα θα μπορούσε θαυμάσια να χρησιμεύσει ως κόλλα και με αυτό ο Τάκης άλειψε τα πόδια του και άρχισε να σκαρφαλώνει στον κορμό. Και όντως τα κατάφερνε. Μόλις το γάλα στέγνωνε στα πόδια του, κατέβαζε το φύλλο με το γάλα που είχε δέσει στην πλάτη του, άλειφε ξανά τα πόδια του μ' αυτό και συνέχιζε.
Με κόπο και υπομονή κάποια στιγμή ο Τάκης έφτασε στην κορυφή του πεσμένου κορμού. Από κει ψηλά ατένισε μακριά τον ορίζοντα προς το χωριό απ' όπου είχαν ξεκινήσει οι τρεις φίλοι, εκεί όπου τώρα θα είχε φτάσει ο Μάκης και θα ζούσε όπως τα άλλα μυρμήγκια του χωριού, κουβαλώντας όλη μέρα ψίχουλα και φύλλα. Από κάτω, στη βάση του κορμού, άκουσε το ρυθμικό ροκάνισμα του Σάκη, που πάλευε ακόμα με τον ίδιο τρόπο, χωρίς να βλέπει γύρω του, χωρίς να μαθαίνει. Γύρισε προς την άλλη μεριά, μπροστά, προς τα κεί που το μονοπάτι χανόταν στο δάσος. Κατάλαβε ότι ο κορμός ήταν το τίμημα της σοφίας, ότι είχε πολλά να μάθει ακόμα, κι ότι αυτός ήταν ο σκοπός του ταξιδιού του παρόλο που στην αρχή δεν το ήξερε. Έριξε μια τελευταία ματιά πίσω και ξεκίνησε για νέα, μεγαλύτερα εμπόδια.