Το στοιχειωμένο (1997)

Τις νύχτες που το φεγγάρι αναδυόταν κίτρινο σκιάχτρο πίσω από πελώρια κατάμαυρα σύννεφα, οι άχρωμοι, ξεφτισμένοι τοίχοι του “στοιχειωμένου” φθόριζαν ένα ασημένιο απόκοσμο φως κι η καμινάδα του έριχνε την ανατριχιαστική σκιά της στη στέγη, ενώ τα κλαδιά των γύρω δέντρων λες και ζωντάνευαν καθώς τα έσειε ο άνεμος. Τότε δεν είχαμε καμιά αμφιβολία ότι στο φοβερό σπίτι κατοικοεδρεύαν τα φαντάσματα. "Το Ντικ!", "Το Ντικ!". Όταν μιλούσαμε γι’ αυτό κοιταζόμασταν με αγωνία, ψάχναμε να πάρει ο ένας κουράγιο από τα μάτια του άλλου κι ωστόσο δεν παύαμε να τροφοδοτούμε τον τρόμο μέσα μας με ιστορίες που ακούγαμε από τα μεγαλύτερα παιδιά της γειτονιάς, ώσπου κόντευαν μεσάνυχτα και αποσταμένοι γυρίζαμε στα σπίτια μας, με δέος στις καρδιές και σπίθες στα μάτια. Συχνά το "Ντικ" κατέτρεχε τα όνειρά μας, στοιχειά και φαντάσματα και ξωτικά, τριγμοί και ουρλιαχτά, εξώκοσμες βοές και σκιές τρομαχτικές.
Tο Ντικ υψωνόταν σαν γιγάντια απειλή ανάμεσα στις αλάνες όπου παίζαμε, σταθερό κι αμετακίνητο, μια μόνιμη πηγή μυστηρίου, φόβου και γοητείας, ένας απόκοσμος ύφαλος στον κόσμο της γειτονιάς μας και στον κόσμο της καρδιάς μας. Στο κρυφτό, στο κυνηγητό, στην αμπάριζα, περνούσαμε γύρω γύρω από τη σκιά του, πάντα σε απόσταση, πάντα με άγρυπνες τις αισθήσεις, πάντα με το φόβο του κρυφού κινδύνου, του κινδύνου που ποτέ δεν είχαμε δει ή διαπιστώσει, αλλά που είμασταν βέβαιοι ότι παραμόνευε πίσω από τους γέρικους, ρυτιδιασμένους τοίχους του Ντικ. Την ημέρα το πρόσωπο του Ντικ ήταν λιγότερο φοβερό, καθώς ο ήλιος με το δυνατό του φως μακιγιάριζε την παραμορφωμένη όψη του κι ωστόσο εμείς ξέραμε ότι στο εσωτερικό του η καρδιά του χτυπούσε ακατάπαυστα κι η ψυχή του ήταν έτοιμη να ρουφήξει οποιονδήποτε δρασκέλιζε το κατώφλι του. Ο γίγαντας έμοιαζε να κοιμάται γλυκά μα κανείς δεν τολμούσε να τον ξυπνήσει.
Ωστόσο έρχονται στιγμές που το πείσμα νικάει το φόβο. Κι εκείνο το φθινοπωριάτικο απομεσήμερο ο Σταμάτης κι ο Γιάννης μ' έπεισαν να τους ακολουθήσω στην πιο τρομαχτική επιχείρηση που μπορούσαμε να φανταστούμε: θα μπαίναμε στο Ντικ! Ο Σταμάτης ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερος από μένα κι ο Γιάννης, αδελφός του Σταμάτη, συνομήλικός μου. Μου είπαν ότι αυτή η κατάσταση δε μπορούσε να συνεχιστεί, έπρεπε να αντιμετωπίσουμε τα φαντάσματα, να κατακτήσουμε το Ντικ. Κι εγώ συμφώνησα μαζί τους γιατί με κατέλαβε η γλυκιά ταραχή της περιπέτειας και γιατί διψούσα να γίνω ήρωας και να κερδίσω το σεβασμό των μεγαλύτερων αγοριών της γειτονιάς, που ακόμα κι εκείνα δεν είχαν ποτέ αποτολμήσει ένα τόσο θαρραλέο εγχείρημα. Σκόπευα έτσι να γίνω ο αγαπημένος τους "μικρός", αυτός που θα δέχονται στις μυστικές κουβέντες τους και θα παίρνουν μαζί τους στις μακρυνές τους βόλτες. Ω, ναι, το Ντικ με τρομοκρατούσε ως το μεδούλι, μα το είχα πλέον πάρει απόφαση: θα γινόμουν ο ατρόμητος εξερευνητής του.
Η επιχείρηση ορίστηκε για το σούρουπο της επόμενης ημέρας: δε θα τολμούσαμε ποτέ να μπούμε στο Ντικ στο απόλυτο σκοτάδι της νύχτας, ενώ αν μπαίναμε την ημέρα δε θα μετρούσε και τόσο πολύ. Έτσι αποφασίσαμε ότι το σούρουπο είναι η καλύτερη ώρα για να εφαρμόσουμε το σχέδιό μας. Τη νύχτα που μεσολάβησε θα τη θυμόμαστε για πάντα και οι τρεις μας. Δεν είχαμε τρόπο να γνωρίζουμε τι κρύβει μέσα του το ερειπωμένο σπίτι που στοίχειωνε τα όνειρά μας. Ποτέ δεν ξέραμε. Εκείνο το απόγευμα όμως, με την απόφασή μας να εξερευνήσουμε το μυστήριο, δεσμευτήκαμε με το άγνωστο που κατοικούσε μέσα του. Δημιουργήσαμε μια γέφυρα που επέτρεπε στις σκιές του να φτάνουν στα κρεβάτια μας και να μας τυλίγουν στις παγωμένες ανάσες τους. Βλέπαμε τα μεταλλικά δόντια τους να γυαλίζουν στο ασθενικό φως του δρόμου που έμπαινε δειλά από τα παράθυρά μας. Δεν κοιμηθήκαμε εκείνη τη νύχτα. Ζήσαμε ξάγρυπνοι τον εφιάλτη και παλέψαμε με τις στρατιές των φαντασμάτων του. Το άλλο πρωί ξέραμε πια πολύ καλά ότι, αν δεν φαινόμασταν αρκετά γενναίοι για να ξεδιαλύνουμε το μυστήριο του Ντικ, η αγωνία του αγνώστου δεν επρόκειτο ποτέ να μας αφήσει. Η ανάγκη γεννάει τους ήρωες. Έτσι, όταν συναντηθήκαμε, με τη δύση του ήλιου, τα πρόσωπά μας είχαν τη σκληράδα της ατσάλινης αποφασιστικότητας.
Δε βγάλαμε λέξη. Σιωπηλά διαλέξαμε από ένα χοντρό ξύλο για όπλο και αργά προχωρήσαμε προς την είσοδο του Ντικ. Ανεβήκαμε τα έξι σκαλιά και σταθήκαμε μπροστά στην πόρτα που έχασκε ανοιχτή για να δηλώσει, θα ’λεγες, ότι το Ντικ δε χρειαζόταν προφύλαξη, όπως κανένα θεριό και καμιά ανώτερη δύναμη δε χρειάζεται προφύλαξη. Σταθήκαμε και κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον, καθώς ένας ύστατος δισταγμός είχε κολλήσει τα πόδια μας στο κατώφλι του φοβερού εχθρού. Χρειαζόμασταν έναν αρχηγό να μας οδηγήσει. Ο Σταμάτης στύλωσε το βλέμμα ίσια μέσα στο σκοτάδι του εγκαταλειμμένου σπιτιού και σφίγγοντας με όλη του τη δύναμη το χοντρό ξύλο στο δεξί του χέρι προχώρησε μέσα στη σκιά: "Πάμε!". Ακολουθήσαμε με γόνατα που τρέμαν. Κάθε δυο βήματα ο Σταμάτης κοντοστεκόταν και κοιτούσε πίσω του για να βεβαιωθεί ότι τον ακολουθούμε. Σιγά σιγά τα μάτια μας άρχισαν να συνηθίζουν στο σκοτάδι και μπορούσαμε πλέον να διακρίνουμε το εσωτερικό του Ντικ. Οι τοίχοι ήταν γυμνοί και βρώμικοι, από πολλά σημεία έλειπε ο σοβάς και φαίνονταν τα τούβλα, το ταβάνι ήταν γεμάτο κιτρινίλα και το ξύλινο πάτωμα ήταν καταπληγιασμένο και έτριζε παρατεταμένα, σαν να πονούσε, σε κάθε μας βήμα. Στ’ αριστερά μας μια πόρτα οδηγούσε σε ένα δωμάτιο που το πάτωμά του είχε γκρεμιστεί, οπότε θα μπορούσαμε, αν θέλαμε, πατώντας επιδέξια στο σωρό των χαλασμάτων, να γλιστρήσουμε στο υπόγειο. Μπροστά μας μια σκάλα οδηγούσε στον επάνω όροφο. Αποφασίσαμε ν’ ανεβούμε τη σκάλα: τα φαντάσματα συχνάζουν στις κορυφές, στους πύργους, στα ψηλά πατώματα, όχι στα υπόγεια, και εμείς γυρεύαμε να αναμετρηθούμε μαζί τους. Πατούσαμε αργά και με προφύλαξη στα ετοιμόρροπα σκαλιά. Κάτω από τα πόδια μας το σάπιο ξύλο στέναζε αφήνοντας ανησυχητικούς τριγμούς, ενώ ο κόσμος του πάνω ορόφου ξυπνούσε από το λήθαργό του κι έστελνε πάνω μας θεώρατες σκιές που σάλευαν απειλητικά τα κυκλώπεια χέρια τους πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Δεν είχαμε φτάσει ακόμα στο κεφαλόσκαλο όταν ξαφνικά μια τρομερή νυχτερίδα πέταξε τσιρίζοντας ανάμεσά μας, φτεροκοπώντας άγρια και θυμωμένα. Με το αίμα παγωμένο αλληλοκοιταχτήκαμε για άλλη μια φορά, πιο τρομαγμένοι από κάθε άλλη φορά. Στην κρίσιμη αυτή στιγμή, αν ένας από τους τρεις έκανε έστω κι ένα βήμα προς τα πίσω, θ’ αρχίζαμε όλοι να τρέχουμε πανικόβλητοι προς την έξοδο και δε θα σταματούσαμε πριν φτάσουμε στην ασφάλεια των σπιτιών μας. Ωστόσο, με αναπάντεχη γενναιότητα, κρατηθήκαμε στη θέση μας. Αποφασιστικά ανεβήκαμε και τα τελευταία σκαλιά και βρεθήκαμε σ' ένα αχανές άδειο δωμάτιο. Από μια σειρά πελώρια παράθυρα στον απέναντι τοίχο το αμυδρό λυκόφως έριχνε τις σκιές των δέντρων στο πάτωμα και τους γύρω τοίχους. Τα βήματά μας σήκωναν μικρά σύννεφα σκόνης. Στις γωνίες της οροφής μπορούσαμε να διακρίνουμε τεράστιους ιστούς αράχνης. Από τους τοίχους έλειπαν τούβλα κι από το πάτωμα σανίδια. Όλα έδιναν την εικόνα της εγκατάλειψης. Για λίγα λεπτά μείναμε σιωπηλοί. Περιμέναμε κάτι να συμβεί και είμασταν έτοιμοι για οτιδήποτε, γιατί, έχοντας φτάσει ως εκεί, δεν μπορούσαμε πια να κάνουμε πίσω. Το σκοτάδι πύκνωνε. Ακούγαμε τις ανάσες μας, νιώθαμε τον ιδρώτα να τρέχει στα πρόσωπά μας, παρακολουθούσαμε τις σκιές που χόρευαν γύρω μας και, μέσα στην ένταση των παγωμένων αυτών στιγμών, ξέραμε ότι είχαμε νικήσει το φόβο μας και ότι ήμασταν οι ήρωες ενός ιερού πολέμου...
"Κάστανα! Ζεστά κάστανα! Γλυκά κάστανα!" Ήταν η φωνή του κυρ-Κώστα του καστανά που κάθε βράδυ έστηνε τον πάγκο του στη γωνία του Ντικ που έβλεπε στο μεγάλο δρόμο, και μας καλούσε με τη μπάσα φωνή του. Ο Σταμάτης γύρισε και μας έκανε νόημα. Χαμογελάσαμε. Πήρε φόρα και εκσφενδόνισε το ξύλο του προς το παράθυρο. Το τζάμι έγινε κομμάτια μ’ έναν πάταγο σαν κραυγή, σαν την τελευταία κραυγή του γίγαντα που πέθαινε. Κατεβήκαμε με πήδους τη σκάλα και τρέξαμε σαν κυνηγημένοι, όχι πια από φόβο αλλά από τη συναίσθηση της αταξίας που είχαμε κάνει. Στου κυρ-Κώστα, του καστανά, αγοράσαμε ένα μεγάλο σακούλι κάστανα και αποκαμωμένοι, με ύφος μπαρουτοκαπνισμένων πολέμαρχων, καθίσαμε σ’ ένα πεζούλι κι αρχίσαμε να μασουλάμε. Ήμασταν ξαναμμένοι από το θρίαμβό μας. Σχεδιάζαμε πώς θα διηγηθούμε στ’ άλλα παιδιά της γειτονιάς την απίστευτη περιπέτεια που είχαμε ζήσει. Τα ζεστά κάστανα, οι καρδιές που χτυπούσαν δυνατά, ο γεμάτος νοσταλγία αέρας του φθινοπώρου και πανω απ’ όλα η κοινή μας νίκη, μάς ένωναν σε μια ανώτερη ευφορία. Ενώ οι στιγμές του φόβου που είχαμε μαζί περάσει μάς είχαν βαφτίσει συντρόφους. Εκείνο το βράδι ο θρύλος του Ντικ διαλύθηκε. Μαζί του διαλύθηκε ο τρόμος, αλλά και μια κρυφή γοητεία. Ένα από τα κάστρα της μυθόσφαιρας του παιδικού μας κόσμου είχε οριστικά πέσει.