Κάπνισμα: (μία) έκφανση ανωριμότητας (2002)

Ο τυπικός καπνιστής είναι ανεύθυνος και κατά βάση δυστυχισμένος ή, τουλάχιστον, όχι κατ’ επίγνωση ευτυχισμένος. Ίσως αυτή είναι μια σκληρή κι απόλυτη θέση, αλλά απόλυτη και συχνά σκληρή είναι κι η αλήθεια. Για να συναισθανθεί, όμως, κάποιος την αλήθεια αυτής της πρότασης, είναι απαραίτητο να έχει καλή αντίληψη των εννοιών. Τίθεται το ερώτημα: Είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να είναι υπεύθυνος, ευτυχισμένος, και μάλιστα κατ’ επίγνωση, που σημαίνει ότι αντιλαμβάνεται κι εκτιμάει τις ευλογίες και το σκοπό της ζωής του, και την ίδια στιγμή να επιδίδεται σε μια αυτοκαταστροφική συνήθεια; Η απάντηση, βέβαια, είναι αυτονόητα αρνητική, μόνο, όμως, για όσους έχουν ήδη βιωματική αντίληψη των εννοιών «ευτυχία», «επίγνωση», «ευλογία» και «σκοπός της ζωής», κι επιπλέον δεν τρέφουν αυταπάτες ότι το κάπνισμα ίσως να μην είναι, τελικά, και τόσο καταστρεπτικό. Ας αρχίσουμε από το τελευταίο.

Οποιοσδήποτε έχει υπάρξει έστω και περιστασιακός καπνιστής, γνωρίζει πολύ καλά ότι το τσιγάρο επηρεάζει άμεσα τη σωματική κατάσταση. Το πιο επιθετικό σύμπτωμα είναι η υπερδιέγερση, που συνίσταται σε ταχυπαλμία, συχνά ελαφριά εφίδρωση, υπερκινητικότητα, ζαλάδα κλπ. Άμεση είναι συνήθως κι η επίδραση στην πέψη και την κένωση. Πιο επίμονες, ωστόσο, και νοσογόνες, είναι οι επιπτώσεις στην αναπνοή. Βάρος και δυσφορία, βήχας και δύσπνοια σε πιο προχωρημένα στάδια, εκφυλίζουν την αναπνευστική λειτουργία. Αν και καμιά φορά επώδυνος, συνήθως ο εκφυλισμός αυτός περνάει απαρατήρητος, γιατί ο οργανισμός τον έχει συνηθίσει, έχει απωλέσει εδώ και καιρό την αίσθηση της υγείας, οπότε απουσιάζει η ξαφνική και συναγερτική μετάπτωση από την υγεία στην ασθένεια - όπως π.χ. σε μια γρίπη - η οποία υποκινεί άμεσα σε δράση για ίαση. Δεν είμαι ειδικός, ώστε να αποφανθώ για το ακριβές εύρος και βάθος των επιπτώσεων που έχει στη σωματική και ψυχική υγεία η υπονόμευση της αναπνευστικής λειτουργίας. Ωστόσο, η εμπειρία μου στις πολεμικές τέχνες, μου έχει αποδείξει την κεντρική σημασία της αναπνοής όσον αφορά την υγεία, τη δύναμη, τον έλεγχο, την εστίαση, τη διαύγεια, την αταραξία του πνεύματος.

Αλλά, μια και αναφέρθηκα στο πνεύμα, εξίσου σημαντική, αν και συχνά επίσης ασυναίσθητη, είναι η αρνητική επίδραση του καπνίσματος στην ακμαιότητα του πνεύματος. Το πνεύμα δέχεται κάθε εισπνοή καπνού ως πλήγμα στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, υποχώρηση της βούλησης και αναστολή της πίστης στο ιδανικό της υγείας. Αυτή η κατά κράτος ήττα που, όσο κι αν φαίνεται υπερβολικό, λαμβάνει χώρα με κάθε άναμμα τσιγάρου, υπονομεύει, όπως και η κάθε αναβολή ή αδυναμία ελέγχου, αδιόρατα μα συστηματικά, την αυτοεκτίμηση του ατόμου. Μόνον όποιος αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα της αυτοεκτίμησης στην προσωπική ανάπτυξη, μπορεί να αντιληφθεί το μέγεθος της ζημιάς.

Σύμφυτη με το επίπεδο πνευματικής τελείωσης είναι η έννοια της ευθύνης. Ο καπνιστής αρνείται την ευθύνη που τον βαρύνει ως προς τη διαφύλαξη της υγείας - της ιδίας αλλά και των γύρω. Αποποιείται τον πόνο που ενέχει η ανάληψη μιας τέτοιας ευθύνης. Τον πόνο, δηλαδή, της πάταξης μιας κακής συνήθειας και της εδραίωσης καλών συνηθειών, όπως η σωστή διατροφή και η άθληση. Η ανεύθυνη συμπεριφορά είναι ίδιον ανωριμότητας. Είναι σύνηθες να δικαιολογεί το άτομο την ανεύθυνη συμπεριφορά του, επικαλούμενο τραυματικά βιώματα του παρελθόντος ή και του παρόντος. Από αυτά απορρέουν η απόγνωση και, στη συνέχεια, ως άμυνα και λύτρωση, ο μηδενισμός. Του τύπου, αφού η άτιμη η ζωή μου φέρεται έτσι, δε με νοιάζει κι εμένα τίποτα. Ωστόσο, υπάρχει και η άλλη περίπτωση, συχνότερη αυτή: του ανθρώπου, δηλαδή, που ενώ δεν βιώνει κάποια ιδιαίτερη ψυχολογική πίεση, από την άλλη, δε βιώνει ούτε κάποια ιδιαίτερη ψυχολογική ευφορία. Η ζωή του, αντί για έντονα ανοδική γραμμή, είναι μια σχεδόν οριζόντια γραμμή, με μικρές διακυμάνσεις, που ονομάζονται χαρές και λύπες και συνιστούν, υποτίθεται, το νόημα της ζωής, τη διαφορά από την πλήρη απάθεια, τη μη-ζωή της τέλειας οριζόντιας ευθείας. Οι άνθρωποι αυτοί μπορεί φαινομενικά να είναι ήρεμοι κι ευτυχισμένοι, αλλά μη έχοντας ποτέ βιώσει γνήσιες, υπαρξιακές δονήσεις, διάγουν ένα βίο ουσιαστικά βαρετό. Δεν έχουν, όμως, επίγνωση τούτης της μετριότητας κι αυτό είναι που τους σώζει. Ωστόσο, στο πνεύμα τους πλανάται η αίσθηση της υπαρξιακής απραξίας. Η μομφή για τη ματαιότητα του τρόπου τους. Η έλλειψη αυτή πραγματικού ενθουσιασμού, αφοσίωσης σε ένα σκοπό και ψυχικής αλλοίωσης, αλλαγής δηλαδή, προς το καλύτερο, οδηγούν, σίγουρα όσο κι η απόγνωση, κατευθείαν στην αδιαφορία. Πράγμα αναμενόμενο, εξάλλου, αφού δύο κατευθύνσεις έχει η ζωή. Ή ανεβαίνει κανείς ή κατεβαίνει. Η πλαγιολίσθηση, η μετριότητα, η μέση κατάσταση, απλά δεν υπάρχουν. Είναι άλλα ονόματα για την πτώση. Είναι η απελπισία, λοιπόν, ή η βολική νιρβάνα της ανουσιότητας, που παράγουν την αδιαφορία και την αποποίηση της ευθύνης. Ωστόσο, ούτε η μία ούτε η άλλη είναι de facto πραγματικότητες, ανίατες παθήσεις ή κληρονομικές δυσλειτουργίες. Αν και δύσκολα το δέχεται κανείς, τελικά είναι επιλογές. Η ανάληψη της ευθύνης είναι επιλογή κι απόφαση. Δύσκολη μπορεί, οδυνηρή καμιά φορά, αλλά επιλογή.

Υπό το πρίσμα αυτό, αποκτούμε και μια ιδέα περί του γιατί κανείς συνεχίζει να καπνίζει. Η κεντρική έννοια εδώ είναι η άγνοια. Άγνοια (ή λήθη) της σωματικής ευεξίας, άγνοια της πραγματικής ζωής, άγνοια της ιδίας δυστυχίας ή απάθειας. Λένε ότι η άγνοια σώζει. Ξεχνάνε να συμπληρώσουν από τι σώζει. Γιατί η άγνοια οπωσδήποτε σώζει, αλλά σώζει από τον πόνο εδώ και τώρα. Έτσι, δεν αποτελεί θεραπεία, αλλά παυσίπονο. Και, ως γνωστόν, το παυσίπονο δεν ιαίνει, απλά κουκουλώνει τα συμπτώματα, πράγμα που βραχυπρόθεσμα ανακουφίζει, αλλά μακροπρόθεσμα αναστέλλει την ίαση και διαιωνίζει την ασθένεια.

Πολλοί καπνιστές αναφέρουν τη συνήθεια ή την παρέα ως παράγοντες που τους εμποδίζουν να απαλλαγούν από το κάπνισμα. Σαν να λέμε ότι έχω συνηθίσει να είμαι φτωχός και δεν μπορώ να είμαι πλούσιος. Δηλαδή, αν μου έδιναν τα λεφτά, θα τα πετούσα; Μάλλον όχι, γιατί, σε μια τέτοια περίπτωση, έχω επαρκή επίγνωση του κέρδους. Ενώ, όσον αφορά το κάπνισμα, δεν έχω επαρκή επίγνωση της ζημιάς. Άρα, όταν μιλάμε για συνήθεια, ουσιαστικά μιλάμε πάλι για άγνοια. Κι όταν μιλάμε για την παρέα, πάλι η άγνοια κρύβεται στο βάθος. Άγνοια της αδυναμίας και της μετριότητας των άλλων, των φίλων, οι οποίοι με την υποβοήθηση μηχανισμών συντροφικών φαντασιώσεων, που επιδαψιλεύει η βιομηχανία της διαφήμισης για να ταΐσει όλες τις άλλες βιομηχανίες, παρασύρονται και παρασύρουν, εν αγνοία τους, σε συμπεριφορές που παγιώνουν την αδυναμία και τη μετριότητά τους. Από τέτοιες παρέες θα προκύψουν οι αυριανοί πενηντάρηδες, που αντί για πρότυπα ώριμης δύναμης και σοφίας, όπως θα έπρεπε, θα είναι θλιβεροί παλίμπαιδες, των οποίων η καθημερινή διαγωγή θα περιλαμβάνει πολλά τσιγάρα, άφθονα ουϊσκάκια, μοιχεία κι ευλαβική ενασχόληση με τα αθλητικά.

Εξάλλου, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι η πράξη του καπνίσματος έχει αποκτήσει μεγάλο σημειολογικό ειδικό βάρος, το οποίο την ανάγει σε τρόπο έκφρασης. Ρουφώντας περιπαθώς το τσιγάρο, με ύφος κι επιτηδευμένες κινήσεις που μαρτυρούν μέγα νταλκά, ο καπνιστής προάγει την υποκουλτούρα του «η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο». Ότι, δηλαδή, στα δύσκολα το τσιγάρο επιβάλλεται ή βοηθάει ή, τουλάχιστον, επιτρέπεται. Γιατί, όμως; Μία απάντηση θα μπορούσε να είναι ότι όντως βοηθάει. Μια άλλη παραπέμπει στην τάση του ανθρώπου να παραιτείται όταν πιέζεται, να αδιαφορεί, να υιοθετεί αυτοκαταστροφικές πρακτικές. Είναι τούτο ένα είδος διαμαρτυρίας απέναντι στη ζωή, το Θεό ή τους άλλους ανθρώπους, την κοινωνία. Μία κραυγή ότι «έφτασα στα όρια, δεν αντέχω, καταρρέω». Έχει δε να κάνει με την έμφυτη ανάγκη μας να νιώθουμε ότι έχουμε αξία. Καπνίζοντας, αυτοκαταστρεφόμενοι, υποδυόμαστε την αναμέτρηση με ακραίες καταστάσεις, μεγάλες φουρτούνες, υπεράνθρωπα βάρη. Έτσι, κερδίζουμε την αίσθηση, ή μάλλον την παραίσθηση, ότι στα μάτια των άλλων καταξιωνόμαστε ως «πολυάσχολοι», «φουριόζοι», «δουλευταράδες», «βασανισμένοι» κι άλλα προλεταριακά εύσημα. Νιώθουμε, με το δικό μας μικρό τρόπο, στο δικό μας μικρό κύκλο, σημαντικοί. Τελικά, η υποκουλτούρα του καπνίσματος ουσιαστικά είναι πολλές υποκουλτούρες, η καθεμιά από τις οποίες πλαισιώνει σαν ορχήστρα το προσωπικό ψυχολογικό τραγούδι. Μερικά κλασικά παραδείγματα υποκουλτούρας, είναι τα εξής:
* της παρέας
* της φούριας της δουλειάς
* του «τύπου», του στιλ
* του σεβντά
* των σοβαρών, δυσεπίλυτων, υποθέσεων
* του σκληρού κι ατίθασου
* του περπατημένου
* του άτρωτου
* του μπλαζέ (τα έχω δει όλα, τα έχω κάνει όλα, δε δίνω δεκάρα και, άλλωστε, δεν αφορά εμένα, γιατί εγώ ξέρω κάτι που εσείς δεν ξέρετε).

Ο προσδιορισμός ενός προβλήματος υπαινίσσεται, συνήθως, τη λύση του. Έτσι, ως απόρροια των παραπάνω, για να κόψει κανείς το κάπνισμα, ο πιο σίγουρος τρόπος είναι να αναλάβει την ευθύνη της μετάβασης από ένα επώδυνο ή αδιάφορο παρόν σε μια ζωή πλούσια σε υπαρξιακά βιώματα. Κι επειδή μόνη της μια τέτοια πρόταση δεν αποτελεί παρά αφηρημένη πρόταση, συμπληρώνω ότι βιώματα αυτού του είδους μπορεί να προσφέρει η τέχνη και η βαθιά, ουσιαστική επαφή με τους ανθρώπους και το Θεό. Στην ανάληψη της ευθύνης βοηθάει η άρση της άγνοιας, το κοίταγμα κατάματα της αλήθειας, η συναίσθηση του μέλλοντος, των φυσικών επιπτώσεων, της φθοράς και του θανάτου. Επίσης, η καλλιέργεια της πίστης ότι οι υγιεινές συνήθειες απεργάζονται έναν τρόπο ζωής στον οποίο το στιλ και η ιδιαιτερότητα μπορούν να συνυπάρξουν με την καλή φυσική και πνευματική κατάσταση. Για παράδειγμα, αν θες να είσαι το επίκεντρο της παρέας, τυπάς, ιδιαίτερος, μπορείς να οξύνεις το πνεύμα σου και να χειρίζεσαι κοφτερά τον λόγο ως δείκτη της ευστροφίας σου, αντί να βαστάς παθητικά το τσιγάρο ως παρέκταμα της μωρίας σου. Αυτή, βέβαια, το ξέρουμε όλοι, δεν είναι η εύκολη λύση. Αλλά κανείς δεν είπε ότι η δυνατότητα της επιλογής μάς δόθηκε για να επιλέγουμε πάντα τα εύκολα. Τέλος, ιδιαίτερα χρήσιμη και προσιτή, ως πρώτο βήμα, είναι η αφύπνιση της σωματικής χαράς, της ευεξίας. Αν το σώμα θυμηθεί πώς είναι να νιώθεις νέοςς και υγιής, θα θυμηθεί επίσης πώς να αντιδράει όταν απειλείται. Δημιουργώντας, με την άθληση, την ανάγκη για οξυγόνο, επανακτά κανείς την αίσθηση της έλλειψής του. Τελικά, η αποχή από το κάπνισμα είναι θέμα συνήθειας. Και παρέας. Της σωστής.

19.5.2002